αστοργία

αστοργία
αστοργιά η
1) нелюбовь; 2) бездушие, бессердечность, чёрствость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αστοργία" в других словарях:

  • ἀστοργία — ἀστοργίᾱ , ἀστοργία want of natural affection fem nom/voc/acc dual ἀστοργίᾱ , ἀστοργία want of natural affection fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστοργία — αστοργία, η και αστοργιά, η έλλειψη στοργής, απονιά: Τέτοια αστοργία πατέρα δεν ξαναείδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀστοργίᾳ — ἀστοργίᾱͅ , ἀστοργία want of natural affection fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστοργία — η (AM ἀστοργία) [άστοργος] η έλλειψη στοργής …   Dictionary of Greek

  • ἀστοργίας — ἀστοργίᾱς , ἀστοργία want of natural affection fem acc pl ἀστοργίᾱς , ἀστοργία want of natural affection fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστοργίαν — ἀστοργίᾱν , ἀστοργία want of natural affection fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωροκώσταινα — Πάμφτωχη γυναίκα από το Ναύπλιο, στα χρόνια του Καποδίστρια, η οποία εργαζόταν ως υπηρέτρια σε διάφορα σπίτια. Επειδή όμως δεν κατόρθωνε να ικανοποιήσει τις ανάγκες της με την εργασία της, έφτασε σε απόγνωση. Σύγχρονοί της στο Ναύπλιο, έλεγαν,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»